- λιγώνω
- λιγώνω, λίγωσα βλ. πίν. 3——————Σημειώσεις:λιγουριάζω – λιγώνω : το λιγουριάζω σημαίνει κυρίως → προκαλώ ή αισθάνομαι κορεσμό από πολύ φαΐ, συνήθως γλυκό, ενώ το λιγώνω → προκαλώ λιγούρα ή ζαλάδα.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
λιγώνω — (Μ λιγώνω) 1. επιθυμώ πολύ, λιγουρεύμαι 2. (ενεργ. και μέσ.) αισθάνομαι τάση για εμετό ή για λιποθυμία νεοελλ. 1. επιφέρω λιγούρα, προκαλώ τάση για εμετό ή για λιποθυμία 2. φρ. α) «λίγωσα (ή λιγώθηκα) στην πείνα» πείνασα πολύ, ξελιγώθηκα β)… … Dictionary of Greek
λιγώνω — λίγωσα, λιγώθηκα, λιγωμένος, μτβ. και αμτβ., προκαλώ ή αισθάνομαι λιγούρα: Λιγώθηκε από τις πολλές μυρωδιές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιγουριάζω — λιγουριάζω, λιγούριασα, λιγουριασμένος βλ. πίν. 36 Σημειώσεις: λιγουριάζω – λιγώνω : το λιγουριάζω σημαίνει κυρίως → προκαλώ ή αισθάνομαι κορεσμό από πολύ φαΐ, συνήθως γλυκό, ενώ το λιγώνω → προκαλώ λιγούρα ή ζαλάδα … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αλίγωτος — η, ο [λιγώνω] 1. αυτός που δεν ποθεί ή δεν πόθησε κάτι μέχρι λιγομάρας 2. αυτός που δεν λιγώθηκε, δεν χόρτασε μέχρι λιποθυμίας (από φαγητό, πιοτό, γέλιο, έρωτα κ.λπ.) … Dictionary of Greek
γεμίζω — και γιομίζω και γιομώζω και γιομώνω (AM γεμίζω, Μ και γεμώζω και γεμώνω) 1. τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή φορτώνω κάτι έτσι, ώστε να μη μένει καθόλου κενό («γεμίζω το ποτήρι κρασί», «σποδοῡ γεμίζων λέβητας») 2. τρώω πολύ, χορταίνω (α. «τή… … Dictionary of Greek
λίγος — και ολίγος, η, ο (AM ὀλίγος, η, ον, Α και ὀλίος, η, ον, Μ και λίγος, η, ον) 1. μικρός, περιορισμένος ως προς την ποσότητα, το μέγεθος, την έκταση ή την ένταση (α. «λίγος κόσμος» β. «λίγα χρήματα» γ. «λίγη ζέστη» δ. «μὴ... αἱ σφέτεραι δέκα νῆες… … Dictionary of Greek
λίγωμα — το (Μ λίγωμα) [λιγώνω] λιγούρα, λιγωμάρα … Dictionary of Greek
λίγωση — η η περίοδος τής βαθμιαίας ελάττωσης τού φωτεινού δίσκου τής σελήνης, αλλ. χάση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιγώνω «λιγοστεύω, μειώνομαι»] … Dictionary of Greek
λαγγεύω — 1. λιγώνω, ξελιγώνω, κάνω κάποιον να αποχαυνωθεί ερωτικά 2. κάνω νάζια, σκέρτσα 3. πηδώ, σκιρτώ, σπαρταρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λαγγάζω κατά τα ρ. σε εύω] … Dictionary of Greek
λιγούρα — η 1. ενόχληση στο στομάχι που νιώθει κάποιος όταν πεινά πολύ, αίσθημα έντονης πείνας 2. τάση για εμετό, ναυτία, αναγούλα 3. σφοδρή επιθυμία, ζωηρός πόθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιγώνω, κατά τα θηλ. σε ούρα (πρβλ. θολ ούρα, φαγ ούρα)] … Dictionary of Greek